Λεμεσός

Λεμεσός
Λεμησσός η г. Лемесос (о-в Кипр)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "Λεμεσός" в других словарях:

  • Λεμεσός — Πόλη (161.200 κάτ. το 2001) της νότιας Κύπρου, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (1.391 τ. χλμ., 197.300 κάτ.). Βρίσκεται στο ενδότερο σημείο του ομώνυμου ανοιχτού κόλπου ή κόλπου του Ακρωτηρίου, στη νότια παραλία του νησιού, 80 χλμ. ΝΔ της… …   Dictionary of Greek

  • Αλιθέρσης, Γλαύκος — (Λεμεσός 1897 – 1965).ψευδώνυμο του ποιητή Μιχάλη Χατζηδημητρίου. Σπούδασε στην Αθήνα φυσική αγωγή και εγκαταστάθηκε έπειτα στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου απ’ όπου και επαναπατρίστηκε λίγα χρόνια πριν από τον θάνατό του. Έργα του: Κρινάκια του… …   Dictionary of Greek

  • Γαλάζη, Πίτσα — (Λεμεσός 1940 –). Φιλολογικό ψευδώνυμο της Κύπριας, ποιήτριας και δημοσιογράφου Πίτσας Μόρτη. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες και κοινωνιολογία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και μετεκπαιδεύτηκε στις δημόσιες σχέσεις. Σταδιοδρόμησε ως σύμβουλος δημοσίων… …   Dictionary of Greek

  • Κακογιάννης, Μιχάλης — (Λεμεσός Κύπρου 1922 –). Σκηνοθέτης του κινηματογράφου και του θεάτρου. Σπούδασε νομικά και αργότερα δραματική τέχνη στο Central School of Dramatic Art του Λονδίνου. Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως ηθοποιός και σκηνοθέτης στο αγγλικό θέατρο και… …   Dictionary of Greek

  • Κυπριανού, Σπύρος — (Λεμεσός 1932 – 2002). Κύπριος πολιτικός, πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας (1977 88). Σπούδασε οικονομικές, εμπορικές και νομικές επιστήμες στο Λονδίνο και άσκησε το δικηγορικό επάγγελμα από το 1954. Την περίοδο που ήταν φοιτητής στην Αγγλία… …   Dictionary of Greek

  • Μουστάκας, Σωτήρης — (Λεμεσός Κύπρου 1940 –). Ηθοποιός. Εκ των χαρισματικών ερμηνευτών που διακρίθηκε κυρίως στην κωμωδία και την επιθεώρηση, αλλά με ικανότητες σε πληθώρα άλλων ειδών. Στην Κύπρο ακόμα όταν τελείωσε το σχολείο είχε την πρώτη του επαφή με το θέατρο… …   Dictionary of Greek

  • Μουστερής, Μιχάλης — (Λεμεσός Κύπρου 1919 –). Λογοτέχνης. Σπούδασε εμπορικές επιστήμες, ενώ διδάχθηκε και μαθήματα Φιλολογίας, Τέχνης, Θεάτρου κλπ. Σταδιοδρόμησε ως αρχιλογιστής σε ιδιωτική εταιρεία της Λεμεσού. Παράλληλα ασχολήθηκε και με τη λογοτεχνία. Έγραψε… …   Dictionary of Greek

  • Χουρμούζιος, Αιμίλιος — (Λεμεσός 1904 – Αθήνα 1973). Κριτικός και δημοσιογράφος. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα στην Κύπρο, όπου ίδρυσε και διηύθυνε το λογοτεχνικό περιοδικό Αβγή. Με τη δημοσιογραφία ασχολήθηκε από το 1927 και… …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • Limassol — Λεμεσός (Greek) Limasol/Leymosun (Turkish) …   Wikipedia

  • Lemesos — Limassol Limassol …   Wikipédia en Français


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»